Το Χωριό

Το Βουνί, ένα γραφικό χωριό με λιθόστρωτα δρομάκια, παραδοσιακά σπίτια με ξύλινες πόρτες, μεγάλα παράθυρα, στενά μπαλκόνια και εσωτερικές αυλές, με πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά, ελκύει ντόπιους και ξένους που αντικρύζουν σ’ αυτό ένα υπαίθριο μουσείο της ζωής και της κοινωνίας των πρόσφατων αιώνων.

Βρίσκεται στην επαρχία Λεμεσού, στην περιφέρεια των κρασοχωριών. Είναι κτισμένο σε μέσο υψόμετρο 800 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το χωριό απλώνεται σε μια πλαγιά με κλίση προς τα νότια. Το τοπίο χωριού είναι «εντυπωσιακό με τις ψηλές κορυφές του που φθάνουν στα 1153 μ. στη Μούττη του Αφάμη, βόρεια του οικισμού, και τις κοίτες των ποταμών Χαποτάμι στα δυτικά και Κρυός Ποταμός στα ανατολικά».

Ονομασία 
H ονομασία του χωριού συνδέεται με την τοποθεσία του. Σύμφωνα με τη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, στο χωριό δόθηκε η ονομασία «βουνί» που «σημαίνει χαμηλό βουνό», εξαιτίας της τοποθεσίας στην οποία είναι κτισμένο.

Ένα αμπελουργικό χωριό
Το Βουνί, όπως γράφει η Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, «από τα παλαιά χρόνια υπήρξε κατ’ εξοχήν αμπελουργικό χωριό». Μέχρι και τη δεκαετία του’90, το Βουνί ήταν το «τρίτο σε έκταση αμπελουργικό χωριό της Λεμεσού μετά την Πάχνα και το Όμοδος». Το 40% μάλιστα της ολικής έκτασης του χωριού καλυπτόταν με αμπέλια. Στις μέρες μας η αμπελοκαλλιέργεια έχει περιοριστεί σημαντικά , λόγω της αστυφιλίας.

Κατείχε επίσης την τρίτη θέση παγκύπρια σε έκταση γης αφού τα σημερινά χωριά Σούνι-Ζανατζιά, Σωτήρα και Στερακόβου αποτελούσαν κατα κύριο λόγο περιουσία των Βουνιώτων που ανέπτυξαν στις κοινότητες αυτές έντονη γεωργική δραστηριότητα με καλιέργιες δημητριακών, χαρουπιών και ελιών.

Το χωριό μας στο παρελθόν 
Η πρώτη σωζόμενη αναφορά για το χωριό μας ανάγεται στον μεσαίωνα και εμφανίζεται σε ενετικούς χάρτες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, το χωριό «σημειώνεται στους ενετικούς χάρτες με το όνομα Voni, όχι όμως στην πραγματική σημερινή του θέση αλλά βόρεια των Κυβίδων».

Ούτε οι επισκέπτες και οι συγγραφείς του Μεσαίωνα, αλλά ούτε οι ταξιδιώτες του 19ου αιώνα, αναφέρουν το Βουνί στα κείμενα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Αθ. Σακελλαρίου και το Γ. Σ. Φραγκούδης που ενώ «περιγράφουν το Κοιλάνι και την Αγία Μαύρη, δεν αναφέρουν τίποτε για το Βουνί». Απλή αναφορά του ονόματος γίνεται από τον Τζέφρυ. Ο τελευταίος είναι πολύ πιθανόν να μην επισκέφθηκε το Βουνί, για αυτό και περιορίστηκε στην απλή αναφορά του ονόματος και δεν προέβη σε οποιανδήποτε σχολιασμό.

Στα παλιά χρόνια, όπως διασώζει η τοπική παράδοση, στην περιοχή του σημερινού χωριού υπήρχαν τέσσερις οικισμοί, οι οποίοι ήταν κτισμένοι σε χαμηλά βουνά. Οι τρεις από αυτούς, το Πέρα Βουνίν, η Βελόνακα και ο Άης Μάμας ερημώθηκαν από το ‘θανατικό’ που ενέσκηψε στην Κύπρο το 1692.Ο οικισμός που σώθηκε ,το Βουνί, προστατεύτηκε από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, στον οποίο είναι αφιερωμένη η κύρια εκκλησία του χωριού.

Σύμφωνα με την παράδοση «είχεν εκεί μοναστήρι αφιερωμένο στον άγιο με αρκετούς μοναχούς. Όσοι από τους κάτοικους των τριών οικισμών σώθηκαν από το τρομερό θανατικό μετοίκησαν στο Βουνί. Τα πρώτα σπίτια του Βουνιού κτίστηκαν στη συνοικία ‘Ρότσος’. Οι κάτοικοι του ήταν θρήσκοι, προοδευτικοί, και εργατικοί. Ασχολούνταν με καλλιέργεια των κτημάτων του μοναστηριού».

Πληθυσμός
Η πληθυσμιακή ιστορία του Βουνιού, όπως παρατηρούν οι μελετητές, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, «η κοινότητα γνώρισε μεγάλες πληθυσμιακές ανακατατάξεις». Συγκεκριμένα, από το 1881 μέχρι το 1946, ακολούθησε συνεχή ανοδική πληθυσμιακή πορεία. Το 1881 μάλιστα με 706 κατοίκους, «το Βουνί ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο χωριό της Λεμεσού, μετά το Κοιλάνι», ενώ το 1946 με 1247 κατοίκους «το έκτο μεγαλύτερο χωριό της Λεμεσού μετά τα Κάτω Πολεμίδια, το Πελέντρι, την Πάχνα, τον Αγρό και το Κοιλάνι». Στη συνέχεια, όμως, από το 1960, άρχισε η βαθμιαία μείωση του πληθυσμού. Στον πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζεται αναλυτικά η πληθυσμιακή πορεία του χωριού.

Χρονολογία
Αριθμός κατοίκων
Χρονολογία
Αριθμός κατοίκων
1881
706
1960
990
1901
834
1976
617
1921
1089
1982
373
1946
1247
2001
136

Εκπαίδευση
Τα γράμματα, όπως υπογραμμίζει η Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, «καλλιεργήθηκαν στο χωριό από πολύ νωρίς». Σύμφωνα με τον Αριστείδου, βασικό μελετητή της εκπαίδευσης στο Βουνί, η «πρώτη γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη σχολείου στο Βουνί ανάγεται στα 1850 και είναι του Λοΐζου Φιλίππου». Στο χωριό μας υπήρχαν Παρθεναγωγείο και Αρρεναγωγείο, το πρώτο φαίνεται πως λειτούργησε το 1890, ενώ το τελευταίο νωρίτερα. Το 1936, αρχίζει τη λειτουργία του το μικτό σχολείο.Στα μέσα του 20ου αιώνα λειτουργούσε οκτατάξιο σχολείο με 12 δασκάλους και 200 μαθητές. Αξίζει να σημειωθεί πως «οι κάτοικοι του Βουνιού άρχισαν να παίρνουν ανώτερη και ανώτατη μόρφωση από το 1900».

Πηγές:
Αριστείδου Ι. Αριστείδου, Η Εκπαίδευση στο Βουνί (1850-1985), Λεμεσός 1997
«Διαδρομές στο παρελθόν, όραμα στο μέλλον, Ευρωπαϊκές Ημέρες Κληρονομιάς, Κύπρος 2004»
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ.3

Προτού το αμπέλι φυτευτεί, ήταν απαραίτητο το χωράφι να καλλιεργηθεί βαθιά. Το φύτεμα του αμπελιού άρχιζε μεταξύ των μηνών Μάρτη – Απρίλη, αλλά συνήθως γινόταν τον Μάιο, γιατί τότε το χωράφι έχει υγρασία. Πριν να γίνει το φύτεμα των αμπελιών, οριζόταν η θέση που θα φυτεύονταν τα αμπέλια με την τοποθέτηση καλαμιών. Τα φυτά τοποθετούνται σε παράλληλες γραμμές και απείχαν μεταξύ τους πέντε πόδια .

Αξίζει να γνωρίζει κανείς πως για το φύτεμα των αμπελιών χρειάζονταν πέντε άτομα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Ιωνά, αυτά ήταν: ο «σκαλιατούρος» ή «σκαλιέρης», ο οποίος με ένα εργαλείο που ονομαζόταν «σκάλα» θα άνοιγε τον λάκκο ˙ τρεις γυναίκες, από τις οποίες οι δυο θα έχυναν νερό μέσα στους λάκκους ενώ η μία θα τοποθετούσε την κληματόβεργα στο λάκκο και τέλος, ο «παλλουκάρης», ο οποίος θα έκλεινε τον λάκκο.

Ο Ιωάννης Ιωνά αναφέρει πως το αμπελοφύτεμα γινόταν Κυριακή ή γιορτή και αυτό γιατί το φύτεμα του αμπελιού απαιτούσε πολλά χέρια. Στο φύτεμα συμμετείχαν συγχωριανοί, φίλοι και συγγενείς του ιδιοκτήτη.

Το κλάδεμα του αμπελιού ήταν ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για την παραγωγή του. Χαρακτηριστικά ο Ιωνά αναφέρει μια κυπριακή παροιμία: «Ένα χρόνο άκλαον (ακλάδευτο), πέντε γρόνους άκαρπον (πέντε χρόνια χωρίς καρπό)».

Μετά το κλάδεμα, ακολουθούσε το σκάλισμα, το οποίο γινόταν συνήθως το Μάρτιο με στόχο να απαλλάξει το χώμα από τις ρίζες και να το προετοιμάσει να δεχτεί τις βροχές. Πρέπει να αναφερθεί πως την πρώτη χρονιά μετά το φύτεμα, το αμπέλι δεν κλαδευόταν, κόβονταν μόνο μερικές από τις επιφανειακές του ρίζες για να δυναμώσει.

Επίσης, στη φροντίδα του αμπελιού περιλαμβανόταν το «μουττόκομμαν» και το θειάφισμα. Το «μουττόκομμαν» ήταν το κόψιμο των τρυφερών βλαστών. Όσον αφορά στους ψεκασμούς, άρχισαν να γίνονται κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας με σκοπό την προστασία των φυτών από ασθένειες που επηρεάζουν την παραγωγή.

Η εποχή του τρύγου άρχιζε με τη συγκομιδή των σταφυλιών που προορίζονταν για την παραγωγή κουμανταρίας και ακολούθως για την παραγωγή των άλλων κρασιών. Η συγκομιδή των σταφυλιών για την παραγωγή κουμανταρίας άρχιζε τέλη Ιουλίου ενώ για τα άλλα κρασιά συνήθως Σεπτέμβριο.

Όπως και για το φύτεμα των αμπελιών , έτσι και στον τρύγο χρειαζόντουσαν πολλά χέρια. Όταν η παραγωγή ήταν μεγάλη, οι αμπελοκαλλιεργητές προσλάμβαναν ημερομίσθιο προσωπικό.

Ο τρύγος ξεκινούσε με το πρώτο φως του ήλιου και διαρκούσε μέχρι το σούρουπο και απαιτούσε σκληρή δουλειά. Όσοι συμμετείχαν στον τρύγο, παρέμεναν σκυφτοί για πολλές ώρες, για να κόβουν ένα-ένα τα τσαμπιά με το σουγιά ή το μαχαίρι. Τα τσαμπιά τα τοποθετούσαν στα καλάθια και έπειτα τα άδειαζαν στα κοφίνια, τα οποία φόρτωναν στα γαϊδουριά για να τα μεταφέρουν στο χώρο όπου θα γινόταν η οινοποίησή τους ή στο σπίτι όπου θα απλώνονταν με σκοπό την παρασκευή σταφίδας.

Address: 16, MEGALOU ALEXANDROU,3309,VOUNI, Limassol, CYPRUS
Telephone: 25945521
Email: [email protected]

© Copyright 2024 - Βουνί / Designed & Developed by NETinfo Plc